- απροειδοποίητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει ενημερωθεί από πριν2. αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απροειδοποίητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προειδοποιήθηκε για κάτι: Ήμουν εντελώς απροειδοποίητος για τον ερχομό σου. 2. αυτός που έγινε χωρίς προειδοποίηση: Η άφιξη του νομάρχη ήταν απροειδοποίητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανειδοποίητος — η, ο μη ειδοποιημένος, απροειδοποίητος … Dictionary of Greek
αιφνιδιασμός — ο 1. ξαφνική εμφάνιση: Ο απροειδοποίητος ερχομός του ήταν αιφνιδιασμός. 2. απροσδόκητη ενέργεια στον πόλεμο για να προκληθεί σύγχυση στον αντίπαλο: Ο αιφνιδιασμός μας είχε μόνο μερική επιτυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)